- ἐπιποιμήν
- ἐπι - ποιμήν, ένος: pl., fem., shepherdesses over, Od. 12.131†. Cf. ἐπιβουκόλος, ἐπιβώτωρ.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επιποιμήν — ἐπιποιμήν, ὁ, ἡ (Α) [ποιμήν] επόπτης τών ποιμένων, αρχιβοσκός («θεοὶ δ’ ἐπιποιμένες εἰσίν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ἐπιποιμένες — ἐπιποιμήν masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… … Dictionary of Greek